- καλύπτω
- (AM καλύπτω)1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ)2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό» β. «μέλαν δὲ ἑ κῡμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)3. (για νεκρό) θάβω, ενταφιάζω («χθονὶ κάλυψον», Αισχύλ.)4. προφυλάσσω κάποιον ή κάτι μπαίνοντας μπροστά του ή παρεμβάλλοντας κάτι, προστατεύω («η οπισθοφυλακή κάλυψε την υποχώρηση τού σώματος»)5. μτφ. αντισταθμίζω, εξουδετερώνω («ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν», ΚΔ)νεοελλ.1. συγκαλύπτω, αποσιωπώ, κρύβω κάτι ώστε να μη γίνει γνωστό («θέλουν τώρα να καλύψουν όλα τα σκάνδαλα»)2. εξασφαλίζω, προστατεύω, προφυλάσσω (α. «τους ενοικιαστές τούς καλύπτει ο νόμος» β. «έχουμε καλυμμένα τα νώτα μας»)3. (οικον.) ισοσταθμίζω, έχω αντίκρυσμα (α. «τα κέρδη τής επιχειρήσεως δεν καλύπτουν τις δαπάνες της» β. «οι επιταγές σου έπρεπε να καλυφθούν έως το τέλος τής προηγούμενης εβδομάδας»)4. δικαιολογώ κάποιον («κατά την απουσία μου, ο συνάδελφος μέ κάλυψε στον διευθυντή»)5. ικανοποιώ, ανταποκρίνομαι (α. «μέ κάλυψε ο προηγούμενος ομιλητής» β. «ο μισθός μου δεν καλύπτει τις ανάγκες μου»)6. πληρώ, συμπληρώνω (α. «δεν έχω καλύψει ακόμα την ύλη μου» β. «ο κάθε υπάλληλος πρέπει να καλύπτει οκτώ ώρες εργασίας την ημέρα»)7. διατρέχω, διανύω («ο δρομέας κάλυψε την απόσταση τών εκατό μέτρων σε 10"«)8. (για δημοσιογράφο) κάνω έρευνα για συλλογή πληροφοριών σχετικά με κάποιο επίκαιρο θέμα9. φρ. «καλύπτω το θέμα μου» — αναπτύσσω επαρκώς το θέμα μουμσν.1. μτφ. πνίγω2. μτφ. (με λέξη που δηλώνει συναίσθημα) κυριεύω, καταλαμβάνω κάποιοναρχ.1. συνθλίβω με το βάρος μου, πλακώνω («τοῑς βουνοῑς καλύψατε ἡμᾱς», ΚΔ)2. αποκρύπτω, φυλάγω κάτι («μή τι καὶ κατάσχετον κρυφῆ καλύπτει καρδίᾳ», Σοφ.)3. καλύπτω με ατιμία, επισκιάζω κάτι με κάποιο κακό πράγμα, αμαυρώνω («σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις», Σοφ.)4. βάζω κάτι σαν κάλυμμα μπροστά σε κάτι άλλο («πρόσθε δὲ οἱ πέπλοιο... πτύγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ-ύ-πτω- το θ. τού ρ. (καλ-)ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kel- «καλύπτω, κρύβω», το -υ- αποτελεί παρέκταση πιθ. αρχαία, ενώ η κατάλ. -πτω είναι μάλλον προϊόν αναλογίας προς το κρύπτω. Το ρ. καλύπτω συνδέεται ετυμολογικά με αρχ. ιρλδ. celim, λατ. *celo, -ere (απαντά στο ρ. occulo, -ere «κρύβω»), αρχ. άνω γερμ. helan «κρύβω»), γοτθ. huljan με την ίδια σημ. Ορισμένα παρ. τού ρ. εμφανίζουν επίθημα με διαρκές ηχηρό χειλικό σύμφωνο (πρβλ. καλύ-βη), ενώ άλλα με διαρκές άηχο (πρβλ. καλυ-φή). Από το ρ. καλύπτω σχηματίστηκε το κύριο όν. Καλυψώ, το οποίο θεωρήθηκε χαϊδευτικό και τού οποίου το θ. καλυψ-, σύμφωνα με μία άποψη, προέρχεται από το θ. ενός αμάρτ. εφετικού ρ. *καλυψ-είω.ΠΑΡ. καλύβα(-η), κάλυμμα, καλυπτήρας(-ήρ), καλυπτός, καλύπτρα, κάλυψη(-ις)αρχ.καλύπτης, καλυφή.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω, επικαλύπτω, κατακαλύπτω, περικαλύπτω, προκαλύπτω, συγκαλύπτωαρχ.αμφικαλύπτω, διακαλύπτω, εγκαλύπτω, εκκαλύπτω, καταμφικαλύπτω, παρακαλύπτω, προσανακαλύπτω, προσεκκαλύπτω, συγκατακαλύπτω, συναποκαλύπτω, υπεκκαλύπτω, υποκαλύπτωνεοελλ.υπερκαλύπτω].
Dictionary of Greek. 2013.